- λαμπροφωνεύομαι
- λαμπροφωνεύομαι (Α) [λαμπρόφωνος]έχω λαμπρή, δυνατή φωνή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαμπροφωνεύεσθαι — λαμπροφωνεύομαι clear voiced pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)